ιδιοσήμαντρος

ιδιοσήμαντρος
ἰδιοσήμαντρος, -ον (Α)
αυτός που εμφανίζεται με τα δικά του προσωπικά χαρακτηριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + σήμαντρον (< σημαίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”